Ορισμός - η λέξη ντόπινγκ

Ορισμός - η λέξη ντόπινγκ


 Σύμφωνα με την WADA (World Anti-Doping Agency), φαρμακοδιέγερση (ντόπινγκ) είναι η παρουσία μιας απαγορευμένης ουσίας ή των μεταβολιτών της σε βιολογικά δείγματα ενός αθλητή ή ζώου και η χρήση ή προσπάθεια για χρήση μιας απαγορευμένης ουσίας ή μιας απαγορευμένης μεθόδου με απώτερο σκοπό την αύξηση της αγωνιστικής απόδοσης. Οι χρήσεις των διαφόρων ουσιών ποικίλλουν και συνίστανται σε αύξηση της αγωνιστικής απόδοσης, μείωση της αγωνίας, αύξηση της μυϊκής μάζας, μείωση του σωματικού βάρους και συγκάλυψη χρήσης άλλων ουσιών.  Σύμφωνα με τα αγγλόφωνα γλωσσικά λεξικά, η λέξη ντόπινγκ προέρχεται από την Ολλανδική λέξη “doop”, και περιγράφει ένα παχύρρευστο υγρό ή σάλτσα. Από άλλες πηγές φαίνεται ότι η λέξη προέρχεται από τους ιθαγενείς της Νοτίου Αφρικής και αργότερα χρησιμοποιήθηκε από τους Ολλανδούς Boers για να περιγράψει οποιοδήποτε διεγερτικό ποτό. Σταδιακά ο όρος έλαβε μία ευρύτερη έννοια και έτσι, αναφορικά με τον αθλητισμό έγινε γνωστός ως ντόπινγκ. Το 1985, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο όρισε το ντόπινγκ ως εξής: «ντόπινγκ είναι η καταπάτηση του νόμου και του κανονισμού που έχουν θεσπίσει οι αθλητικοί οργανισμοί αναφορικά με την χρησιμοποίηση απαγορευμένων ουσιών και μεθόδων». Συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι ως ντόπινγκ θεωρούνται και τα παρακάτω:

  • Η ύπαρξη απαγορευμένης ουσίας ή μεταβολιτών αυτής σε δείγμα που λαμβάνεται από τον αθλητή. Συνήθως λαμβάνονται ούρα και, σε ορισμένες περιπτώσεις, αίμα. Σε ερευνητικό επίπεδο χρησιμοποιούνται μέθοδοι για ανίχνευση απαγορευμένων ουσιών σε μαλλιά και ιδρώτα αθλητών, με πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα.
  • Η χρήση ή η προσπάθεια χρήσης απαγορευμένης ουσίας ή μεθόδου.
  • Η άρνηση ή η αποτυχία να προσέλθει ο αθλητής/τρια για συλλογή δείγματος, μετά την ειδοποίηση.
  • Η καταστρατήγηση των εφαρμοσμένων απαιτήσεων για διαθεσιμότητα των αθλητών, για έλεγχο εκτός αγώνων, συμπεριλαμβανομένης και της αποτυχίας να παρέχει ο αθλητής/τρια αξιόπιστα whereabouts (φύλλα εντοπισμού).
  • Προσπάθεια εξαπάτησης ή εξαπάτηση κάποιου σταδίου του ελέγχου ντόπινγκ.
  • Κατοχή απαγορευμένων ουσιών και μεθόδων.
  • Trafficking (διακίνηση, εμπορία,) απαγορευμένης ουσίας και μεθόδου.
  • Διαχείριση ή προσπάθεια διαχείρισης απαγορευμένης ουσίας ή μεθόδου από κάποιο αθλητή/τρια καθώς επίσης και οποιαδήποτε βοήθεια, παρότρυνση, κάλυψη για κάποιο παράπτωμα των κανόνων αντι-ντόπινγκ.

Αριστοτέλης Αντωνογιάννης